- μπαρούτη
- ηβλ. μπαρούτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαρούτη — η ης, και μπαρούτι, το ιού (λ. τουρκ.) 1. η πυρίτιδα. 2. φρ., «Μυρίζει μπαρούτι», για κίνδυνο που πρόκειται να έρθει· «Έγινε μπαρούτι», εξοργίστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυρίζω — μύρισα, μυρίστηκα, μυρισμένος 1. μτβ., οσφραίνομαι, οσμίζομαι: Μυρίζω το άρωμα του γιασεμιού. 2. αμτβ., αναδίνω ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρουδιά: Μυρίζει ο ιδρώτας του. 3. φρ., «Μυρίζει μπαρούτη», βλ. μπαρούτη· «Μύρισα τα δάχτυλά μου»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαρούτι — το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν) πυρίτιδα νεοελλ. 1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας) 2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» είναι… … Dictionary of Greek
άκαπνος — η, ο 1. αυτός που δε βγάζει καπνό: Αυτή η μπαρούτη είναι άκαπνη. 2. απόλεμος: Αυτός δεν πήρε μέρος σε πόλεμο, είναι άκαπνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρίτιδα — η εκρηκτική ύλη από νίτρο, κάρβουνο και θείο, αλλ. μπαρούτι, το, και μπαρούτη, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριξιά — η 1. ρίψη, ρίξιμο (βλ. λ.). 2. η ποσότητα μιας γόμωσης ντουφεκιού: Όλες κι όλες είχε δυο ριξιές μπαρούτη. 3. βολή: Με μια ριξιά σκότωσε δύο τρυγόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)